Λατώ: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Λᾱτώ:''' Δωρ. αντί [[Λητώ]]. | |lsmtext='''Λᾱτώ:''' Δωρ. αντί [[Λητώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Λᾱτώ:''' οῦς ἡ дор. = [[Λητώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. for Λητώ.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾱτώ: Δωρ. ἀντὶ Λητώ.
French (Bailly abrégé)
v. Λητώ.
English (Slater)
Λᾱτώ (Λατόος, Λατοῦς, Λατώ, Λατοῖ.) daughter of Koios, mother of Artemis and Apollo by Zeus. Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ Artemis (O. 3.26) παῖς ὁ Λατοῦς Apollo (O. 8.31)
1 χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς (N. 6.37) λιπαροπλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος (sc. Δᾶλε) fr. 33c. 2. Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ (Pae. 5.44) τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; fr. 89a. 2. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες Θρ. 3. 1.
Greek Monotonic
Λᾱτώ: Δωρ. αντί Λητώ.
Russian (Dvoretsky)
Λᾱτώ: οῦς ἡ дор. = Λητώ.