προπηλακιστικῶς: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
(6) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προπηλᾰκιστικῶς:''' επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ. | |lsmtext='''προπηλᾰκιστικῶς:''' επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπηλᾰκιστικῶς:''' оскорбительно, оскорбляюще (διαλέγεσθαί τινι Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière outrageante.
Étymologie: προπηλακίζω.
Greek Monotonic
προπηλᾰκιστικῶς: επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προπηλᾰκιστικῶς: оскорбительно, оскорбляюще (διαλέγεσθαί τινι Dem.).