φυτοεργός: Difference between revisions
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῠτοεργός:''' -όν, ποιητ. αντί [[φυτουργός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''φῠτοεργός:''' -όν, ποιητ. αντί [[φυτουργός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῠτοεργός:''' ὁ Anth. = [[φυτουργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
όν, poet. for φυτουργός, D.P.997, AP9.4 (Cyllen.).
German (Pape)
[Seite 1320] = φυτουργός, D. Per. 997.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτοεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ φυτουργός, Διόν. Π. 9. 4.
Greek Monolingual
-όν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φυτουργός.
Greek Monotonic
φῠτοεργός: -όν, ποιητ. αντί φυτουργός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φῠτοεργός: ὁ Anth. = φυτουργός.