πολυκλήϊς: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυκλήϊς:''' -ῖδος, ἡ ([[κλείς]] I<b>V</b>), αυτός που έχει [[πολλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· <i>νηὶ πολυκλήϊδι</i>, <i>νηυσὶ πολυκλήϊσι</i>, σε Όμηρ.· αιτ. [[νῆα]] πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πολυκλήϊς:''' -ῖδος, ἡ ([[κλείς]] I<b>V</b>), αυτός που έχει [[πολλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· <i>νηὶ πολυκλήϊδι</i>, <i>νηυσὶ πολυκλήϊσι</i>, σε Όμηρ.· αιτ. [[νῆα]] πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκλήϊς:''' ϊδος или πολυκληΐς, ΐδος (ῑ) adj. со многими скамьями (для гребцов) ([[νηῦς]] Hom., Hes.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλήϊς Medium diacritics: πολυκλήϊς Low diacritics: πολυκλήϊς Capitals: ΠΟΛΥΚΛΗΪΣ
Transliteration A: polyklḗïs Transliteration B: polyklēis Transliteration C: polykliis Beta Code: poluklh/i+s

English (LSJ)

[ῑ], ῑδος, ἡ, (κλείς IV)

   A with many benches of rowers, in Hom. always in dat., as epith. of ships, νηῒ πολυκλήϊδι Il.7.88, Od.20.382; νηυσὶ πολυκλήϊσι Il.2.74, cf. 175, al.; νῆα πολυκλήϊδα Hes.Op.817.

German (Pape)

[Seite 664] ϊδος, ἡ, mit vielen Ruderbänken, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Schiffe.

French (Bailly abrégé)

ϊδος (ὁ, ἡ)
aux nombreux rangs de rameurs.
Étymologie: πολύς, κληΐς.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον», Ομ. Ιλ.)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κληΐς, επικ. τ. του κλείς «σύρτης, αμπάρα» (πρβλ. ευ-κλήις)].

Greek Monotonic

πολυκλήϊς: -ῖδος, ἡ (κλείς IV), αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· νηὶ πολυκλήϊδι, νηυσὶ πολυκλήϊσι, σε Όμηρ.· αιτ. νῆα πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυκλήϊς: ϊδος или πολυκληΐς, ΐδος (ῑ) adj. со многими скамьями (для гребцов) (νηῦς Hom., Hes.).