τεχνιτεία: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τεχνιτεύω]]<br />έντεχνη [[εργασία]].
|mltxt=ἡ, Α [[τεχνιτεύω]]<br />έντεχνη [[εργασία]].
}}
{{elru
|elrutext='''τεχνῑτεία:''' ἡ искусство, умение Diog. L.: πολλῆς τεχνιτείας εἶναι Sext. быть выполненным с большим искусством.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνῑτεία Medium diacritics: τεχνιτεία Low diacritics: τεχνιτεία Capitals: ΤΕΧΝΙΤΕΙΑ
Transliteration A: techniteía Transliteration B: techniteia Transliteration C: techniteia Beta Code: texnitei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A artifice, Epicur.Ep.2p.40U., Hippoloch. ap. Ath.4.130a, S.E.M.5.86.

German (Pape)

[Seite 1103] ἡ, das künstliche Arbeiten, die Künstelei; Ath. VI, 130 a; D. L. 10, 93.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνῑτεία: ἡ ἔντεχνος ἐκτέλεσις, ἔντεχνος ἐργασία, Λατιν. elaboratio, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 93, Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 80· κοινῶς τεχνητεία. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.

Greek Monolingual

ἡ, Α τεχνιτεύω
έντεχνη εργασία.

Russian (Dvoretsky)

τεχνῑτεία: ἡ искусство, умение Diog. L.: πολλῆς τεχνιτείας εἶναι Sext. быть выполненным с большим искусством.