ξειναπάτης: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξεινᾰπάτης:''' [[ξείνη]], Ιων. αντί <i>ξεν-</i>. | |lsmtext='''ξεινᾰπάτης:''' [[ξείνη]], Ιων. αντί <i>ξεν-</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξεινᾰπάτης:''' ου (πᾰ) adj. m ион. = *[[ξεναπάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ξείνη, ξείνηθεν, Ion. for ξεν-.
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, ion. = ξεναπάτης, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ξεινᾰπάτης: ξείνη, ξεινηδόκος, ξείνηθεν, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
Greek Monolingual
ξειναπάτης, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. ξεναπάτης.
Greek Monotonic
ξεινᾰπάτης: ξείνη, Ιων. αντί ξεν-.
Russian (Dvoretsky)
ξεινᾰπάτης: ου (πᾰ) adj. m ион. = *ξεναπάτης.