φιλόκυβος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόκῠβος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους κύβους, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''φῐλόκῠβος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους κύβους, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόκῠβος:''' любящий (игру в) кости Arph., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:51, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A fond of dice, Ar.V.75, Arist.Phgn.808a31, Poll.6.167.
German (Pape)
[Seite 1281] die Würfel, das Würfelspiel liebend, Ar. Vesp. 75.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκῠβος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κύβους, Ἀριστοφ. Σφ. 75, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 13, Πολυδ. Ϛ΄, 168.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les dés.
Étymologie: φίλος, κύβος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός στον οποίο αρέσουν τα ζάρια, τα τυχερά παιχνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κύβος «ζάρι»].
Greek Monotonic
φῐλόκῠβος: -ον, αυτός που αγαπά τους κύβους, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόκῠβος: любящий (игру в) кости Arph., Arst.