θηοῖο: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηοῖο:''' Επικ. αντί <i>θεῷο</i>, βʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του [[θηέομαι]]. | |lsmtext='''θηοῖο:''' Επικ. αντί <i>θεῷο</i>, βʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του [[θηέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηοῖο:''' эп. 2 л. sing. praes. opt. к [[θηέομαι]] (см. [[θεάομαι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. for θεῷο, 2sg. pres. opt. o<*> θηέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
θηοῖο: Ἐπικ. ἀντὶ θεῷο, β΄ ἑνικ. εὐκτ. ἐνεστ. τοῦ θηέομαι.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. prés. opt. de θηέομαι.
English (Autenrieth)
see θηέομαι.
Greek Monotonic
θηοῖο: Επικ. αντί θεῷο, βʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του θηέομαι.