περιπόλησις: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[περιπολώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιπολώ]], [[περιφορά]] [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για αστέρες) [[περιστροφή]] («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων [[περιπόλησις]]», Ιω. Λυδ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[περιπόλησις]] ψυχῆς»<br />(στη [[μετεμψύχωση]]) [[επαναστροφή]] της ψυχής.
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[περιπολώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιπολώ]], [[περιφορά]] [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για αστέρες) [[περιστροφή]] («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων [[περιπόλησις]]», Ιω. Λυδ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[περιπόλησις]] ψυχῆς»<br />(στη [[μετεμψύχωση]]) [[επαναστροφή]] της ψυχής.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπόλησις:''' εως ἡ обход, странствование: π. τῆς ψυχῆς Diog. L. (тж. [[μετεμψύχωσις]]) переселение душ, метемпсихоз.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόλησις Medium diacritics: περιπόλησις Low diacritics: περιπόλησις Capitals: ΠΕΡΙΠΟΛΗΣΙΣ
Transliteration A: peripólēsis Transliteration B: peripolēsis Transliteration C: peripolisis Beta Code: peripo/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A revolution, of the stars, Ph.1.10 (pl.); τῶν οὐρανίων Theo Sm.p.120 H., cf. lamb. VP15.65; τὴν π. ποιεῖσθαι, of the sun, Porph. ap. Eus.PE3.12; π. τῆς ψυχῆς, of metempsychosis, Max.Tyr.38.3, D.L.8.4.

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, das Umhergehen, Umgehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόλησις: -εως, ἡ, τὸ περιφέρεσθαι· ἡ τῶν ἀστέρων περιφορά, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 15 (65) · π. τῆς ψυχῆς, ἐπὶ τῆς μετεμψυχώσεως, Διογ. Λ. 8. 4.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ περιπολώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιπολώ, περιφορά γύρω από κάτι
2. (για αστέρες) περιστροφή («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων περιπόλησις», Ιω. Λυδ.)
3. φρ. «περιπόλησις ψυχῆς»
(στη μετεμψύχωση) επαναστροφή της ψυχής.

Russian (Dvoretsky)

περιπόλησις: εως ἡ обход, странствование: π. τῆς ψυχῆς Diog. L. (тж. μετεμψύχωσις) переселение душ, метемпсихоз.