μετεμψύχωση

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετεμψύχωσις) μετεμψυχώνω
1. (γενικά) μετάβαση της ψυχής από ένα σώμα σε άλλο, μετενσωμάτωση, μετενσάρκωση
2. (ειδικά) (φιλοσ.) δοξασία τών αρχαίων Αιγυπτίων από την οποία επηρεάστηκαν οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι και κατά την οποία η ατομική ψυχή εγκαθίσταται διαδοχικά σε διάφορα φυτά, ζώα και ανθρώπους εξαγνιζόμενη και τελειούμενη βαθμιαία ωσότου ταυτιστεί, τελικά, με την καθολική ψυχή, με το θείο.