ἰσχόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(18)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχόφωνος]], -ον (Α)<br />[[ισχνόφωνος]], [[τραυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, <i>ισχνό</i>-<i>φωνος</i><br />στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως [[άλλος]] τ. του επιθ. [[ἰσχνόφωνος]], πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε [[σύγχυση]]].
|mltxt=[[ἰσχόφωνος]], -ον (Α)<br />[[ισχνόφωνος]], [[τραυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, <i>ισχνό</i>-<i>φωνος</i><br />στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως [[άλλος]] τ. του επιθ. [[ἰσχνόφωνος]], πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε [[σύγχυση]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχόφωνος:''' Her. v. l. = [[ἰσχνόφωνος]] 2.
}}
}}

Revision as of 07:57, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1273] v. l. für ἰσχνόφωνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχόφωνος: ἴδε ἰσχνόφωνος ΙΙ.

Greek Monolingual

ἰσχόφωνος, -ον (Α)
ισχνόφωνος, τραυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, ισχνό-φωνος
στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως άλλος τ. του επιθ. ἰσχνόφωνος, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε σύγχυση].

Russian (Dvoretsky)

ἰσχόφωνος: Her. v. l. = ἰσχνόφωνος 2.