ἀμφιστέλλομαι: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιστέλλομαι:''' Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀμφιστέλλομαι:''' Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιστέλλομαι:''' окутываться: χιτῶνα ἀμφιστειλαμένα Theocr. одетая в хитон. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A fold round oneself, deck oneself in, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένη Theoc.2.74.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιστέλλομαι: μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.
French (Bailly abrégé)
se revêtir de, acc..
Étymologie: ἀμφί, στέλλω.
Spanish (DGE)
envolverse en, vestirse ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74.
Greek Monolingual
ἀμφιστέλλομαι (Α)
περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + στέλλω.
Greek Monotonic
ἀμφιστέλλομαι: Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιστέλλομαι: окутываться: χιτῶνα ἀμφιστειλαμένα Theocr. одетая в хитон.