κερασφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(5)
(3)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερασφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
|lsmtext='''κερασφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κερασφόρος:''' рогоносный, украшенный рогами (Ἰώ, [[Διόνυσος]] Eur.; τὸ [[μέρος]] τῆς ἀγέλης Plat.; [[Πάν]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1422] Hörner tragend; Ἰώ Eur. Phoen. 255; Plat. Polit. 265 c; Pan, Luc. D. D. 22, 2; Dionysus, Eur. Bacch. 2; von einer Schlange, Nonn. D. 11, 94; ὀχήματα Plut. vit. aer. al. 3; – ἀνήρ, Hahnrei, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κερασφόρος: -ον, φέρων κέρατα, ἔχων κέρατα, ἐπὶ ἐλάφων, Σοφ. Ἀποσπ. 110· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Εὐρ. Φοίν. 248· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 2· τὸ κ. μέρος Πλάτ. Πολιτ. 265C· τὰ κ., ζῷα φέροντα κέρατα, Γαλην. ΙΙ. ἀνὴρ ὃν ἡ σύζυγος ἐξαπατᾷ, κερατᾶς, Ἐπιγραφὴ ἐπιγράμμ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 278· πρβλ. κέρας ΧΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.

Spanish

que lleva cuernos

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ κερασφόρος, -ον)
αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», Σοφ.)
νεοελλ.-αρχ.
απατημένος σύζυγος, κερατάς
αρχ.
φρ. «τὸ κερασφόρον γένος» — τα ζώα που έχουν κέρατα (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -φορος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κερασφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κερασφόρος: рогоносный, украшенный рогами (Ἰώ, Διόνυσος Eur.; τὸ μέρος τῆς ἀγέλης Plat.; Πάν Luc.).