κερατᾶς

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

German (Pape)

[Seite 1422] ᾶ, ὁ, Hornträger, Hahnrei, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτᾶς: ᾶ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀνὴρ οὗ ἡ γυνὴ μοιχεύεται (κέρας, ΧΙ), Βυζ.

Greek Monolingual

ο (Μ κερατᾱς) κέρατο
άνδρας του οποίου η σύζυγος μοιχεύεται, απατημένος σύζυγος
νεοελλ.
1. (εντομ.) είδος εντόμου
2. φρ. «του κερατά...» — έκφραση με την οποία κάποιος δηλώνει ότι το αναφερόμενο θέμα είναι αυτονόητο («θα έρθει άραγε σήμερα; ε, του κερατά πια να μην έρθει και σήμερα»)
3. παροιμ. «όσο καθίζει ο κερατάς, το κέρατό του αυξαίνει» — γι' αυτούς που ανέχονται να τους απατά η γυναίκα τους
μσν.
παρωνυχίδα.