φθονητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φθονητός]]<br />[[φθονερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φθονητικῶς</i> Α<br />με φθονερό τρόπο. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[φθονητός]]<br />[[φθονερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φθονητικῶς</i> Α<br />με φθονερό τρόπο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φθονητικός:''' завистливый, недоброжелательный ([[ἕξις]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A envious, ἕξις Plu.2.682d; φθονητική, ἡ, Phld.Vit.p.43J. Adv. -κῶς Plu. l. c.
Greek (Liddell-Scott)
φθονητικός: -ή, -όν, φθονερός, τὴν φθονητικὴν ἕξιν Πλούτ. 2. 682C. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
envieux.
Étymologie: φθονέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φθονητός
φθονερός.
επίρρ...
φθονητικῶς Α
με φθονερό τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
φθονητικός: завистливый, недоброжелательный (ἕξις Plut.).