δορκαλίς: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορκᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[δορκάς]], σε Ανθ.· [[παίγνια]] δορκαλίδων, κύβοι, ζάρια φτιαγμένα από αστραγάλους ζαρκαδιού, στον ίδ.
|lsmtext='''δορκᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[δορκάς]], σε Ανθ.· [[παίγνια]] δορκαλίδων, κύβοι, ζάρια φτιαγμένα από αστραγάλους ζαρκαδιού, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορκᾰλίς:''' ίδος ἡ Anth. = [[δορκάς]] 1.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορκᾰλίς Medium diacritics: δορκαλίς Low diacritics: δορκαλίς Capitals: ΔΟΡΚΑΛΙΣ
Transliteration A: dorkalís Transliteration B: dorkalis Transliteration C: dorkalis Beta Code: dorkali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = δορκάς, Call.Epigr.33.2, AP7.578 (Agath.), Opp. C.1.165; of a girl, AP5.291.12 (Agath.).    II δορκαλῖδες, ων, αἱ, = δορκάδειοι ἀστράγαλοι, Herod.3.19.

German (Pape)

[Seite 658] ίδος, ἡ, = δορκάς, Opp. C. 1, 440; Callim. ep. 33, 2; παίγνια δορκαλίδων heißen die Speere, die nicht mehr geschwungen werden, Agath. 92 (V, 578). Von einem Mädchen, Agath. 25 (V, 292). Nach Suid. sind δορκαλίδες ein Marterinstrument, eine Peitsche aus Rehleder.

Greek (Liddell-Scott)

δορκᾰλίς: -ίδος, ἡ, = δορκάς. Καλλ. Ἐπ. 33. 2· ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 2. 292· ― παίγνια δορκαλίδων, κύβοι κατεσκευασμένοι ἐξ ἀστραγάλων δορκάδος, αὐτόθι, 7. 578. ΙΙ. μαστίγιον ἐκ δέρματος δορκάδος ἢ ἐλάφου, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
I. subst. chevreuil, animal ; fig. biche en parl. d’une jeune fille;
II. adj. de chevreuil ; subst. fouet en peau de chevreuil.
Étymologie: δορκάς.

Spanish (DGE)

(δορκᾰλίς) -ίδος, ἡ

• Prosodia: [-ῐ- pero -ῑ- Herod.3.19]

• Morfología: [plu. dat. δορκαλίδεσσιν Opp.C.3.480]
1 gacela o corzo Call.Epigr.31.2, Opp.C.1.165, l.c., AP 7.578 (Agath.)
metáf. ref. a una muchacha AP 5.292 (Agath.).
2 plu. αἱ δορκαλῖδες tabas de gacela para jugar, Herod.l.c.
3 plu. correas, látigo prob. hecho de tiras de piel de corzo πᾶν τὸ σῶμα δορκαλίσι καταξανθείς Gr.Naz.M.35.717A, cf. Sud.s.u. δορκαλίδες.

Greek Monotonic

δορκᾰλίς: -ίδος, ἡ, = δορκάς, σε Ανθ.· παίγνια δορκαλίδων, κύβοι, ζάρια φτιαγμένα από αστραγάλους ζαρκαδιού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δορκᾰλίς: ίδος ἡ Anth. = δορκάς 1.