ἀνθρακευτός: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρακευτός]], -ή, -όν (Α) αυτός που με [[καύση]] μπορεί να μεταβληθεί σε άνθρακα.
|mltxt=[[ἀνθρακευτός]], -ή, -όν (Α) αυτός που με [[καύση]] μπορεί να μεταβληθεί σε άνθρακα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρᾰκευτός:''' обугленный Arst.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκευτός Medium diacritics: ἀνθρακευτός Low diacritics: ανθρακευτός Capitals: ΑΝΘΡΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anthrakeutós Transliteration B: anthrakeutos Transliteration C: anthrakeftos Beta Code: a)nqrakeuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A which can be carbonized, Arist.Mete.387b19.

German (Pape)

[Seite 233] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκευτός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ φλογιστός, τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que puede ser carbonizadode ciertas piedras, Arist.Mete.387b19.

Greek Monolingual

ἀνθρακευτός, -ή, -όν (Α) αυτός που με καύση μπορεί να μεταβληθεί σε άνθρακα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκευτός: обугленный Arst.