κορυνιόεις: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(21) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορυνιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κορύνη]], [[ροπαλοειδής]] («κορυνιόεντα πέτηλα», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του <i>κορωνιόεις</i>]. | |mltxt=[[κορυνιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κορύνη]], [[ροπαλοειδής]] («κορυνιόεντα πέτηλα», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του <i>κορωνιόεις</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κορῡνιόεις:''' όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v. l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.
Greek Monolingual
κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].
Russian (Dvoretsky)
κορῡνιόεις: όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v. l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).