διαφρουρέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6_22) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφρουρέω''': φυλάττω ὡς φρουρὸς τὴν θέσιν μου [[μέχρι]] τέλους, μεταφ., διαπεφρούρηται [[βίος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263. | |lstext='''διαφρουρέω''': φυλάττω ὡς φρουρὸς τὴν θέσιν μου [[μέχρι]] τέλους, μεταφ., διαπεφρούρηται [[βίος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαφρουρέω:''' нести стражу до конца: διαπεφρούρηται [[βίος]] Aesch. жизненная вахта окончена. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A to keep one's post: metaph., διαπεφρούρηται βίος A.Fr. 265.
German (Pape)
[Seite 612] einen Wachtposten bis ans Ende behaupten, übertr., διαπεφρούρηται βίος, Aesch. frg. 248.
Greek (Liddell-Scott)
διαφρουρέω: φυλάττω ὡς φρουρὸς τὴν θέσιν μου μέχρι τέλους, μεταφ., διαπεφρούρηται βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263.
Russian (Dvoretsky)
διαφρουρέω: нести стражу до конца: διαπεφρούρηται βίος Aesch. жизненная вахта окончена.