ἀνδριαντοποιέω: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδριαντοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, φτιάχνω ανδριάντες, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀνδριαντοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, φτιάχνω ανδριάντες, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδριαντοποιέω:''' ваять статуи Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A make statues, X.Mem.3.1.2.
German (Pape)
[Seite 217] Bildsäulen machen, Xen., Mem. 3, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντοποιέω: ποιῶ ἀνδριάντας, Ξεν. Ἀπομ. 3. 1, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire des statues.
Étymologie: ἀνδριαντοποιός.
Spanish (DGE)
esculpir ἂν ... ζημιοῖτο πολὺ μᾶλλον ἢ εἴ τις ἀνδριάντας ἐργολαβοίη μὴ μεμαθηκῶς ἀνδριαντοποιεῖν sería castigado mucho más que el que se dedicara a hacer estatuas sin saber esculpir X.Mem.3.1.2.
Greek Monotonic
ἀνδριαντοποιέω: μέλ. -ήσω, φτιάχνω ανδριάντες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδριαντοποιέω: ваять статуи Xen.