λεπυριώδης: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεπῡριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που αποτελείται από φλοιούς ή στρώματα, φλούδες, όπως το [[κρεμμύδι]], σε Αριστ. | |lsmtext='''λεπῡριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που αποτελείται από φλοιούς ή στρώματα, φλούδες, όπως το [[κρεμμύδι]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπῡριώδης:''' состоящий из чешуек, чешуйчатый: τὰ λεπυριώδη Arst. чешуйчатая оболочка. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like husks, consisting of coats or layers, like the onion, Arist.HA546b30, Thphr.HP 4.6.2, 7.9.4, al.; cf. λεπυρώδης.
German (Pape)
[Seite 32] ες, hülfenartig, aus über einander liegenden Hülsen, Schalen bestehend; Arist. H. A. 5, 15; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῡριώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λέπυρον, συνιστάμενος ἐκ φλοιῶν ἢ στρωμάτων, ὡς τὸ κρόμμυον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2· πρβλ. λεπυρώδης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 formé de cosses, d’écales ou de tuniques superposées;
2 partie écailleuse d’un corps.
Étymologie: λεπύριον, -ωδης.
Greek Monolingual
λεπυριώδης, -ῶδες (Α)
λεπύριον
λεπυρώδης, αυτός που αποτελείται από πολλά λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια.
Greek Monotonic
λεπῡριώδης: -ες (εἶδος), αυτός που αποτελείται από φλοιούς ή στρώματα, φλούδες, όπως το κρεμμύδι, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
λεπῡριώδης: состоящий из чешуек, чешуйчатый: τὰ λεπυριώδη Arst. чешуйчатая оболочка.