θρόνα: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(5) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρόνα:''' τά,<br /><b class="num">I.</b> μόνο στον πληθ., λουλούδια κεντημένα πάνω σε ύφασμα, διακοσμητικά σχέδια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λουλούδια ή βότανα που χρησιμοποιούνται σαν φάρμακα και φυλακτά, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''θρόνα:''' τά,<br /><b class="num">I.</b> μόνο στον πληθ., λουλούδια κεντημένα πάνω σε ύφασμα, διακοσμητικά σχέδια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λουλούδια ή βότανα που χρησιμοποιούνται σαν φάρμακα και φυλακτά, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρόνα:''' τά<br /><b class="num">1)</b> узоры в виде цветов, вышитые цветы ([[ποικίλα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> волшебное снадобье из цветов и трав Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1220] τά, Blumenverzierungen in Geweben, ἱστὸν ὕφαινε, – ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσε Il. 22, 440, Schol. ἄνθη; Hesych. καὶ τὰ ἐκ χρωμάτων ποικίλματα; Theocr. 2, 59 νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ θρόνα ταῦθ' ὑπόμαξον τᾶς τήνω φλιᾶς, Zaubermittel, aus Kräutern u. Blumen bereitet, nach dem Schol. ätolisch für φάρμακα; vgl. Nonn. D. 37, 415 πῆ θρόνα, πῆ βοτάναι, πῆ φάρμακα ποικίλα Κίρκης; Lycophr. 674 Nic. Th. 936, der 413 θρόνα πάντα καὶ ἀλθεστήρια νούσων vrbdt.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
seul. pl.
1 fleurs en broderie;
2 postér. plantes médicinales dont on se servait dans les incantations.
Étymologie: cf. skr. trnas « herbe ».
Greek Monotonic
θρόνα: τά,
I. μόνο στον πληθ., λουλούδια κεντημένα πάνω σε ύφασμα, διακοσμητικά σχέδια, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λουλούδια ή βότανα που χρησιμοποιούνται σαν φάρμακα και φυλακτά, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
θρόνα: τά
1) узоры в виде цветов, вышитые цветы (ποικίλα Hom.);
2) волшебное снадобье из цветов и трав Theocr.