προτιάπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προτιάπτω:''' -βάλλομαι, -[[ειλέω]], -εῖπον, βλ. προσ-. | |lsmtext='''προτιάπτω:''' -βάλλομαι, -[[ειλέω]], -εῖπον, βλ. προσ-. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτιάπτω:''' эп. = [[προσάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν, προτιείποι,
A v. προσ-.
German (Pape)
[Seite 792] dor. statt προσάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
προτιάπτω: προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.
French (Bailly abrégé)
dor. c. προσάπτω.
English (Autenrieth)
attach to, accord, Il. 24.110†.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. προσάπτω.
Greek Monotonic
προτιάπτω: -βάλλομαι, -ειλέω, -εῖπον, βλ. προσ-.
Russian (Dvoretsky)
προτιάπτω: эп. = προσάπτω.