ἐπικλίντης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(13)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικλίντης]] ή ἐπικλίτης, ὁ (Α)<br />οι σεισμοί που δονούν τη γη [[κατά]] οξείες γωνίες.
|mltxt=[[ἐπικλίντης]] ή ἐπικλίτης, ὁ (Α)<br />οι σεισμοί που δονούν τη γη [[κατά]] οξείες γωνίες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικλίντης:''' ου ὁ боковой, косой: σεισμὸς ἐ. Arst. землетрясение, образующее косоугольные поднятия земной коры.
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλίντης Medium diacritics: ἐπικλίντης Low diacritics: επικλίντης Capitals: ΕΠΙΚΛΙΝΤΗΣ
Transliteration A: epiklíntēs Transliteration B: epiklintēs Transliteration C: epiklintis Beta Code: e)pikli/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A moving sideways, [σεισμοὶ] ἐπικλίνται earthquakes that move at acute angles, Arist.Mu.396a1 (v.l. ἐπικλίται: ἐπικλινίαι (sic) Lyd.Ost.53 codd.).

German (Pape)

[Seite 950] σεισμός, eine Erderschütterung in spitzen Winkeln nach den Seiten hin, Arist. mund. 4.

Greek Monolingual

ἐπικλίντης ή ἐπικλίτης, ὁ (Α)
οι σεισμοί που δονούν τη γη κατά οξείες γωνίες.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλίντης: ου ὁ боковой, косой: σεισμὸς ἐ. Arst. землетрясение, образующее косоугольные поднятия земной коры.