ἀριστερόφιν: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀριστερόφιν:''' Επικ. γεν. του [[ἀριστερός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀριστερόφιν:''' Επικ. γεν. του [[ἀριστερός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριστερόφιν:''' эп. gen. к [[ἀριστερά]] II.
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστερόφιν Medium diacritics: ἀριστερόφιν Low diacritics: αριστερόφιν Capitals: ΑΡΙΣΤΕΡΟΦΙΝ
Transliteration A: aristeróphin Transliteration B: aristerophin Transliteration C: aristerofin Beta Code: a)ristero/fin

English (LSJ)

Ep. gen. of

   A ἀριστερός, ἐπ' ἀ. Il.13.309.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστερόφιν: Ἐπ. γεν. τοῦ ἀριστερός, ἦ ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ’ ἀριστερόφιν; Ἰλ. Ν. 309.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de ἀριστερός.

Greek Monotonic

ἀριστερόφιν: Επικ. γεν. του ἀριστερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστερόφιν: эп. gen. к ἀριστερά II.