ἀριστερόφιν: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀριστερόφιν:''' Επικ. γεν. του [[ἀριστερός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀριστερόφιν:''' Επικ. γεν. του [[ἀριστερός]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀριστερόφιν:''' эп. gen. к [[ἀριστερά]] II. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. gen. of
A ἀριστερός, ἐπ' ἀ. Il.13.309.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστερόφιν: Ἐπ. γεν. τοῦ ἀριστερός, ἦ ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ’ ἀριστερόφιν; Ἰλ. Ν. 309.
French (Bailly abrégé)
gén. épq. de ἀριστερός.
Greek Monotonic
ἀριστερόφιν: Επικ. γεν. του ἀριστερός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστερόφιν: эп. gen. к ἀριστερά II.