Σαρδόνιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(4) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Σαρδόνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ уроженец или житель Сардинии Her. | |elrutext='''Σαρδόνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ уроженец или житель Сардинии Her. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σαρδόνιος:''' сардинский Her., Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.
Étymologie: Σαρδώ.
Greek Monolingual
και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος της Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής Σαρδών) + κατάλ. -ιος].
Russian (Dvoretsky)
Σαρδόνιος: II ὁ уроженец или житель Сардинии Her.
Russian (Dvoretsky)
Σαρδόνιος: сардинский Her., Theocr.