Διομήδειος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(4)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Διομήδειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με το Διομήδη· ἡ [[Διομήδεια]] λεγομένη [[ἀνάγκη]], δηλ. απόλυτη, μοιραία, αναπόφευκτη [[ανάγκη]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''Διομήδειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με το Διομήδη· ἡ [[Διομήδεια]] λεγομένη [[ἀνάγκη]], δηλ. απόλυτη, μοιραία, αναπόφευκτη [[ανάγκη]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Διομήδειος:''' и 2 диомедов: Διομηδεία (v. l. [[Διομήδεια]]) [[νῆσος]] Arst. Диомедов остров (близ Апулии); [[Διομήδεια]] [[ἀνάγκη]] погов. Arph., Plat. диомедово принуждение (намек на царя племени бистонов во Фракии Диомеда, см. [[Διομήδης]] 2, который вынуждал своих пленников сожительствовать с его дочерьми).
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Διομήδειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος τῷ Διομήδει, ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. ἀπόλυτος, ἄφυκτος ἀνάγκη, Πλάτ. Πολ. 493D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1029 (περὶ τοῦ τύπου πρβλ. Ἀδράστεια, Πολυδεύκεια, κτλ.), -παρομία ποικίλως ἑρμηνευομένη, ἴδε Σουΐδ. καὶ Παροιμιογρ. (ἔνθα Διομήδειος ἀνάγκη) καὶ Κόντ. ἐν Σωκράτ. Α. σ. 305.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Morfología: [-ος, -ον Clearch.68, Str.2.5.20, 5.1.9, Hsch.]
de Diomedes, diomedeo
1 Δ. ἀνάγκη prov. obligación forzosa, fatal Ar.Ec.1029, Pl.R.493d, Clearch.l.c., Hsch., Sud., Δ. ἔπος Sud., Diomedias praeteribo aues en las que se convirtieron los compañeros de Diomedes, Plin.HN 10.126.
2 geog., plu. ref. a las islas del Adriático hoy llamadas Tremiti αἱ Διομήδειοι νῆσοι Str.ll.cc., αἱ Διομήδειαι νῆσοι Artem.Eph.Geog.45, δύο νῆσοι Διομήδειαι Str.6.3.9, Διομήδειαι νῆσοι εʹ Ptol.Geog.3.1.69, (tb. como subst. sg. Διομήδεια q.u.).

Greek Monotonic

Διομήδειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με το Διομήδη· ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. απόλυτη, μοιραία, αναπόφευκτη ανάγκη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

Διομήδειος: и 2 диомедов: Διομηδεία (v. l. Διομήδεια) νῆσος Arst. Диомедов остров (близ Апулии); Διομήδεια ἀνάγκη погов. Arph., Plat. диомедово принуждение (намек на царя племени бистонов во Фракии Диомеда, см. Διομήδης 2, который вынуждал своих пленников сожительствовать с его дочерьми).