νηοκόρος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νηοκόρος:''' -ον ([[νηός]]), ποιητ. αντί [[νεωκόρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''νηοκόρος:''' -ον ([[νηός]]), ποιητ. αντί [[νεωκόρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νηοκόρος:''' ὁ ион. Anth. = [[νεωκόρος]] II. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (νηός) poet. for νεωκόρος, ib.9.22 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
νηοκόρος: -ον, (νηὸς) ποιητ. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 9. 22.
Greek Monolingual
νηοκόρος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεωκόρος.
Greek Monotonic
νηοκόρος: -ον (νηός), ποιητ. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νηοκόρος: ὁ ион. Anth. = νεωκόρος II.