συντατέον: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6_20)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντᾰτέον''': ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[συντείνω]], δεῖ συντείνειν, πρέπει τις νὰ βάλλῃ τὰ δυνατά του, Πλάτ. Ἐπιστ. 340C.
|lstext='''συντᾰτέον''': ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[συντείνω]], δεῖ συντείνειν, πρέπει τις νὰ βάλλῃ τὰ δυνατά του, Πλάτ. Ἐπιστ. 340C.
}}
{{elnl
|elnltext=συντᾰτέον [συντείνω] adj. verb. van συντείνω men moet zich inspannen. Plat. Epist. 340c.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰτέον Medium diacritics: συντατέον Low diacritics: συντατέον Capitals: ΣΥΝΤΑΤΕΟΝ
Transliteration A: syntatéon Transliteration B: syntateon Transliteration C: syntateon Beta Code: suntate/on

English (LSJ)

(συντείνω)

   A one must strive earnestly, Pl.Ep.340c.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συντείνω, δεῖ συντείνειν, πρέπει τις νὰ βάλλῃ τὰ δυνατά του, Πλάτ. Ἐπιστ. 340C.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντᾰτέον [συντείνω] adj. verb. van συντείνω men moet zich inspannen. Plat. Epist. 340c.