σκυθρωπότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκυθρωπότης''': -ητος, ἡ, ὁ σκυθρωπὸς [[χαρακτήρ]], [[μελαγχολία]], [[κατήφεια]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152D, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 8. | |lstext='''σκυθρωπότης''': -ητος, ἡ, ὁ σκυθρωπὸς [[χαρακτήρ]], [[μελαγχολία]], [[κατήφεια]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152D, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 8. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκυθρωπότης -ητος, ἡ [σκυθρωπός] somberheid, ernst. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A sullenness, Hp.Coac.210, D.H.Rh.11.8.
German (Pape)
[Seite 907] ητος, ἡ, das Wesen des σκυθρωπός, finsteres, mürrisches Wesen; Hippocr.; Luc. Icar. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρωπότης: -ητος, ἡ, ὁ σκυθρωπὸς χαρακτήρ, μελαγχολία, κατήφεια, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152D, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 8.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυθρωπότης -ητος, ἡ [σκυθρωπός] somberheid, ernst.