προέμεν: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προέμεν:''' Επικ. αντί <i>προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι. | |lsmtext='''προέμεν:''' Επικ. αντί <i>προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. aor. 2 inf. of προΐημι (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
προέμεν: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ προΐημι, Ὀδ.· πρβλ. ἐξέμεν, ἐπιπροέμεν.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de προΐημι.
English (Autenrieth)
see προΐημι.
Greek Monotonic
προέμεν: Επικ. αντί προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.