προστόμιον: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(4) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προστόμιον:''' τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.). | |elrutext='''προστόμιον:''' τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-στόμιον -ου, τό [πρό, στόμα] monding:. ἀπὸ προστομίων... Νείλου vanaf de mondingen van de Nijl Aeschl. Suppl. 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A mouth, esp. of a river, A.Supp.3 (anap., pl.). II joining of the lips, Ruf.Onom.41, Poll.2.90.
German (Pape)
[Seite 783] τό, die Mündung, Νείλου, Aesch. Suppl. 3.
Greek (Liddell-Scott)
προστόμιον: τό, στόμιον, κυρίως ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. προστόμιον ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων συμβολή» Πολυδ. Β΄, 90.
Russian (Dvoretsky)
προστόμιον: τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-στόμιον -ου, τό [πρό, στόμα] monding:. ἀπὸ προστομίων... Νείλου vanaf de mondingen van de Nijl Aeschl. Suppl. 3.