καταθρῴσκω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταθρῴσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ <i>κατέθορον</i>· [[πηδώ]] [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., <i>κ. τὴν αἱμασίην</i>, [[πηδώ]] από τον φράχτη [[κάτω]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καταθρῴσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ <i>κατέθορον</i>· [[πηδώ]] [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., <i>κ. τὴν αἱμασίην</i>, [[πηδώ]] από τον φράχτη [[κάτω]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-θρῴσκω, aor. κατέθορον, naar beneden springen:; ἀπὸ τῶν ἵππων van hun paarden Hdt. 3.86.2; met acc.: τὴν αἱμασιήν van de muur Hdt. 6.134.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. 2 κατέθορον,
A leap down, κὰδ δ' ἔθορ' ἐς μέσσον Il. 4.79: c. acc., κ. τὴι· αἱμασιήν leap down the wall, Hdt.6.134; καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Id.3.86: c. gen., Nonn.D.23.220.
French (Bailly abrégé)
f. καταθοροῦμαι, ao.2 κατέθορον;
s’élancer de haut en bas, ἀπό τινος ; avec acc. : s’élancer par-dessus, franchir d’un bond.
Étymologie: κατά, θρῴσκω.
Greek Monotonic
καταθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ κατέθορον· πηδώ κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., κ. τὴν αἱμασίην, πηδώ από τον φράχτη κάτω, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θρῴσκω, aor. κατέθορον, naar beneden springen:; ἀπὸ τῶν ἵππων van hun paarden Hdt. 3.86.2; met acc.: τὴν αἱμασιήν van de muur Hdt. 6.134.2.