ἑλικοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλῐκοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό [[βλέμμα]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἑλῐκοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό [[βλέμμα]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλῐκοβλέφαρος:''' с (красиво) загнутыми ресницами (эпитет Афродиты HH, Hes., Pind. и Леды Pind.).
}}
}}

Revision as of 11:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκοβλέφᾰρος Medium diacritics: ἑλικοβλέφαρος Low diacritics: ελικοβλέφαρος Capitals: ΕΛΙΚΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: helikoblépharos Transliteration B: helikoblepharos Transliteration C: elikovlefaros Beta Code: e(likoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with ever-moving eyes, quick-glancing, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.19, Hes.Th.16, Pi.Fr.123.5; of Alcmene, Id.P.4.172.

German (Pape)

[Seite 797] mit gewundenen, gebogenen, oder (vgl. ἑλίκωψ) mit leicht beweglichen Wimpern, d. i. mit lebhaften Augen; Aphrodite, H. h. 5, 19; Hes. Th. 16; Pind. frg. 88; Leda, P. 4, 172.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ταχέως κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ βλέμμα, χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. ἑλίκωψ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux mobiles ou vifs.
Étymologie: ἑλικός, βλέφαρον.

Spanish (DGE)

(ἑλῐκοβλέφᾰρος) -ον

• Alolema(s): -γλέφᾰρος Pi.P.4.172, Fr.123.8

• Morfología: [gen. -οιο Q.S.13.470]
que gira los ojos, de ojos vivarachos o alegresde Afrodita, Hes.Th.16, h.Hom.6.19, Pi.Fr.123.8, Orph.H.57.4, tal vez de la eólide Eurita, Hes.Fr.11.2, de Leda, Pi.P.4.172, de Maya, Simon.50.2, de Helena, Q.S.l.c.
interpr. como de hermosos ojos Hsch., Sch.Hes.Th.16b
o de negros ojos Eust.57.2.

Greek Monolingual

ἑλικοβλέφαρος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.

Greek Monotonic

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό βλέμμα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἑλῐκοβλέφαρος: с (красиво) загнутыми ресницами (эпитет Афродиты HH, Hes., Pind. и Леды Pind.).