ἐξαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαγώγιμος]], -ον) [[εξαγωγή]]<br />(για εμπορεύματα) ο [[κατάλληλος]] για [[εξαγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαό) αυτός που μεταναστεύει [[συχνά]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[εξαγωγή]] («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐξαγώγιμα</i><br />τα εξαγόμενα προϊόντα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαγώγιμος]], -ον) [[εξαγωγή]]<br />(για εμπορεύματα) ο [[κατάλληλος]] για [[εξαγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαό) αυτός που μεταναστεύει [[συχνά]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[εξαγωγή]] («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐξαγώγιμα</i><br />τα εξαγόμενα προϊόντα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰγώγιμος:''' подлежащий вывозу, вывозной (sc. χρήματα Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγώγιμος Medium diacritics: ἐξαγώγιμος Low diacritics: εξαγώγιμος Capitals: ΕΞΑΓΩΓΙΜΟΣ
Transliteration A: exagṓgimos Transliteration B: exagōgimos Transliteration C: eksagogimos Beta Code: e)cagw/gimos

English (LSJ)

ον,

   A exportable, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Lycurg.26; τὰ ἐξαγώγιμα exports, Arist. Oec. 1345b21.    2 unsettled, migratory, of people, v.l. for εἰσ-, E.Fr.360.10.    II for drawing off water, αἱ ἐ. τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.

German (Pape)

[Seite 862] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγώγῐμος: -ον, ὁ ἐξαγόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐξαγάγῃ εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Λυκοῦργ. 151. 18· τὰ ἐξαγώγιμα, τὰ ἐξαγόμενα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 3. 2) ἀνήσυχος, ἄστατος, ἐπὶ λαοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 10. ΙΙ. ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐξαγωγὴν πράγματός τινος, αἱ ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι Διον. Ἁλ. 4. 44.

Spanish (DGE)

-ον
I 1exportable fig. τὸ καθ' ἑαυτὸν ἐξαγώγιμον ὑμῖν ... ἐποίησε Lycurg.26, cf. Lib.Decl.18.12, 20.34
subst. τὰ ἐξαγώγιμα las exportaciones op. τὰ εἰσαγώγιμα Arist.Oec.1345b21, Theo Prog.125.8.
2 que se puede divulgar Sud.s.u. ἀπόρρητα.
II que saca, que desagua, que drena c. gen. obj. αἱ ... ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξαγώγιμος, -ον) εξαγωγή
(για εμπορεύματα) ο κατάλληλος για εξαγωγή
αρχ.
1. (για λαό) αυτός που μεταναστεύει συχνά
2. ο χρήσιμος για εξαγωγή («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)
3. (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαγώγιμα
τα εξαγόμενα προϊόντα.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰγώγιμος: подлежащий вывозу, вывозной (sc. χρήματα Arst.).