κακοτροπεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοτροπεύομαι]] (Α) [[κακότροπος]]<br />φέρομαι με [[κακό]] τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς [[Χαλκίδα]]», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=[[κακοτροπεύομαι]] (Α) [[κακότροπος]]<br />φέρομαι με [[κακό]] τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς [[Χαλκίδα]]», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοτροπεύομαι:''' нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A deal perversely, πρός τινα Plb.5.2.9, cf. AB 354.
German (Pape)
[Seite 1304] = Folgdm, πρός τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτροπεύομαι: ἀποθ. τῷ ἑπομ., πρός τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.
Greek Monolingual
κακοτροπεύομαι (Α) κακότροπος
φέρομαι με κακό τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς Χαλκίδα», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτροπεύομαι: нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).