στρέψις: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(6_8)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρέψις''': -εως, ἡ, [[στροφή]], [[περιστροφή]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21· [[μεταβολή]], [[μετατροπή]], Βυζ. 2) μεταφορ., [[ἀπάτη]], Ἡσύχ.
|lstext='''στρέψις''': -εως, ἡ, [[στροφή]], [[περιστροφή]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21· [[μεταβολή]], [[μετατροπή]], Βυζ. 2) μεταφορ., [[ἀπάτη]], Ἡσύχ.
}}
{{elru
|elrutext='''στρέψις:''' εως ἡ [[στρέφω]] поворот или опрокидывание Arst.
}}
}}

Revision as of 12:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέψις Medium diacritics: στρέψις Low diacritics: στρέψις Capitals: ΣΤΡΕΨΙΣ
Transliteration A: strépsis Transliteration B: strepsis Transliteration C: strepsis Beta Code: stre/yis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a turning round, Arist.PA696b28.    2 metaph., deceit, Hsch.

German (Pape)

[Seite 954] εως, ἡ, das Drehen, Wenden, Arist. partt. an. 4, 13; = στροφή, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στρέψις: -εως, ἡ, στροφή, περιστροφή, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21· μεταβολή, μετατροπή, Βυζ. 2) μεταφορ., ἀπάτη, Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

στρέψις: εως ἡ στρέφω поворот или опрокидывание Arst.