Πηνελόπεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πηνελόπεια:''' ἡ, η [[Πηνελόπη]], η [[σύζυγος]] του Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.· [[Πηνελόπη]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· Δωρ. Πᾱνελόπᾰ, σε Ανθ. [Το όνομά της συνδέεται με τη μυθική [[αφήγηση]] για τον ιστό ([[πήνη]], [[πηνίον]]), η Υφάντρια, βλ. Ομήρ. Οδ.].
|lsmtext='''Πηνελόπεια:''' ἡ, η [[Πηνελόπη]], η [[σύζυγος]] του Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.· [[Πηνελόπη]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· Δωρ. Πᾱνελόπᾰ, σε Ανθ. [Το όνομά της συνδέεται με τη μυθική [[αφήγηση]] για τον ιστό ([[πήνη]], [[πηνίον]]), η Υφάντρια, βλ. Ομήρ. Οδ.].
}}
{{elru
|elrutext='''Πηνελόπεια:''' дор. [[Πηνελόπα|Πηνελόπᾱ]], ᾱς ἡ Пенелопа (дочь Икария и Перибеи, жена Одиссея) Hom., Her., Arph.
}}
}}

Revision as of 12:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πηνελόπεια Medium diacritics: Πηνελόπεια Low diacritics: Πηνελόπεια Capitals: ΠΗΝΕΛΟΠΕΙΑ
Transliteration A: Pēnelópeia Transliteration B: Pēnelopeia Transliteration C: Pinelopeia Beta Code: *phnelo/peia

English (LSJ)

ἡ, Penelope, Od.24.194, etc.; Πηνελόπη, first in Hdt. 2.145, Ar.Th.547; Dor.

   A Πᾱνελόπᾱ AP6.289 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

Πηνελόπεια: ἡ, θυγάτηρ τοῦ Ἰκάρου, γυνὴ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ω. 195, κτλ.· Πηνελόπη, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 2. 145, Ἀριστοφ. Θεσμ. 547· Δωρ. Πανελόπᾱ, Ἀνθ. Π. 6. 289. (Τὸ ὄνομα αὐτῆς σχετίζεται πρὸς τὴν μυθικὴν διήγησιν περὶ τοῦ ὑφάσματος ὅπερ ὕφαινε (πήνη, πηνίον), οἱονεὶ ἡ Ὑφάντρια, ἴδε Ὀδ. Τ. 138-158.)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Pénélope, femme d’Ulysse.
Étymologie: DELG πηνέλοψ.

English (Autenrieth)

Penelope, the daughter of Icarius, and wife of Odysseus, Od. 1.329, etc.

Greek Monotonic

Πηνελόπεια: ἡ, η Πηνελόπη, η σύζυγος του Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.· Πηνελόπη, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· Δωρ. Πᾱνελόπᾰ, σε Ανθ. [Το όνομά της συνδέεται με τη μυθική αφήγηση για τον ιστό (πήνη, πηνίον), η Υφάντρια, βλ. Ομήρ. Οδ.].

Russian (Dvoretsky)

Πηνελόπεια: дор. Πηνελόπᾱ, ᾱς ἡ Пенелопа (дочь Икария и Перибеи, жена Одиссея) Hom., Her., Arph.