ἀμφόδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφόδιον]], το (Α)<br />[[ἄμφοδον]] υποκορ. του [[ἄμφοδον]]. | |mltxt=[[ἀμφόδιον]], το (Α)<br />[[ἄμφοδον]] υποκορ. του [[ἄμφοδον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφόδιον:''' τό уличка, переулок Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Luc.Rh.Pr.24, EM557.46 (as v.l.).
German (Pape)
[Seite 145] τό, eine kleine Gasse, Luc. rhet. praec. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφόδιον: τό, μικρὰ ἄμφοδος, Λουκ. Ρητ. Διδ. 24.
Spanish (DGE)
-ου, τό
pequeña barriada, BGU 1579.10, 1580.11 (II a.C.), Luc.Rh.Pr.24.
Greek Monolingual
ἀμφόδιον, το (Α)
ἄμφοδον υποκορ. του ἄμφοδον.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφόδιον: τό уличка, переулок Luc.