πεπιθήσω: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεπῐθήσω:''' Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. αʹ του [[πείθω]].
|lsmtext='''πεπῐθήσω:''' Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. αʹ του [[πείθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεπιθήσω:''' эп. fut. к [[πείθω]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

f.ant. épq. de πείθω.

English (Autenrieth)

see πείθω.

Greek Monotonic

πεπῐθήσω: Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. αʹ του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πεπιθήσω: эп. fut. к πείθω.