διοιστρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(big3_12)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[recorrer excitadamente]], [[saltar por]] θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.<i>SHell</i>.744 (cj., v. ap. crít.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[excitar]] en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.<i>Hist</i>.20.5.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[recorrer excitadamente]], [[saltar por]] θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.<i>SHell</i>.744 (cj., v. ap. crít.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[excitar]] en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.<i>Hist</i>.20.5.
}}
{{elru
|elrutext='''διοιστρέω:''' сильно раздражать, возбуждать (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.).
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοιστρέω Medium diacritics: διοιστρέω Low diacritics: διοιστρέω Capitals: ΔΙΟΙΣΤΡΕΩ
Transliteration A: dioistréō Transliteration B: dioistreō Transliteration C: dioistreo Beta Code: dioistre/w

English (LSJ)

strengthd. for οἰστρέω, D.S.4.12, Philostr.VA1.33 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

διοιστρέω: ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.

Spanish (DGE)

1 recorrer excitadamente, saltar por θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.SHell.744 (cj., v. ap. crít.).
2 fig. excitar en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.VA 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.Hist.20.5.

Russian (Dvoretsky)

διοιστρέω: сильно раздражать, возбуждать (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.).