γριπεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γρῑπεύς:''' -έως, ὁ = [[γρίπων]], σε Θεόκρ., Μόσχ. | |lsmtext='''γρῑπεύς:''' -έως, ὁ = [[γρίπων]], σε Θεόκρ., Μόσχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γρῑπεύς:''' έως ὁ рыбак, рыболов Theocr., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A fisher, Sapph.120, Theoc.1.39, Mosch.Fr.1.9, AP7.305 (Addaeus), Procop.Pers.1.4. 2 maker of fishing-nets, Hsch.
German (Pape)
[Seite 506] ὁ, Fischer, Theocr. 1, 39. 3, 26; Add. 5 (VII, 305); Agath. 64 (IX, 442).
Greek (Liddell-Scott)
γρῑπεύς: -εως, ὁ, =γρίπων, Θεόκρ. 1. 39, Μόσχ. 5. 9.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
pêcheur.
Étymologie: γρῖπος.
Spanish (DGE)
(γρῑπεύς) -έως, ὁ
1 pescador, AP 7.505.1 (Sapph.), Theoc.1.39, Mosch.Fr.1.9, AP 7.305 (Adaeus), Babr.61.2, D.P.Au.2.5, Procop.Pers.1.4.20.
2 tejedor de redes de pesca, Hsch.
Greek Monolingual
γριπεύς, ο (Α) γρίπος
1. ψαράς
2. αυτός που κατασκευάζει αλιευτικά δίχτυα.
Greek Monotonic
γρῑπεύς: -έως, ὁ = γρίπων, σε Θεόκρ., Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
γρῑπεύς: έως ὁ рыбак, рыболов Theocr., Anth.