νυκτέριος: Difference between revisions
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ. | |lsmtext='''νυκτέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτέριος:''' и 2 Luc., Anth. = [[νυκτερινός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Luc.Peregr.28 :— = foreg., Orph.H.49.3 ;
A γλαῦξ Arat. 999 ; ἔργον AP9.403 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Λουκ. Περεγρ. 28· = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 48, Ἄρατ. 999, Ἀνθ. Π. 9. 403.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
c. νυκτερινός.
Greek Monolingual
νυκτέριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νύκτερος
νυχτερινός.
Greek Monotonic
νυκτέριος: -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτέριος: и 2 Luc., Anth. = νυκτερινός.