ὀβολοστατική: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(28)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀβολοστατική]], ἡ (Α) [[οβολοστάτης]]<br />(ενν. [[τέχνη]]) <i>το</i> [[επάγγελμα]] του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο [[δανεισμός]] με τόκο.
|mltxt=[[ὀβολοστατική]], ἡ (Α) [[οβολοστάτης]]<br />(ενν. [[τέχνη]]) <i>το</i> [[επάγγελμα]] του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο [[δανεισμός]] με τόκο.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβολοστᾰτική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]]) ростовщичество Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 289] der schmutzige Wucher, der Obolen wägt, Arist. pol. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
métier d’usurier.
Étymologie: ὀβολοστάτης.

Greek Monolingual

ὀβολοστατική, ἡ (Α) οβολοστάτης
(ενν. τέχνη) το επάγγελμα του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο.

Russian (Dvoretsky)

ὀβολοστᾰτική: ἡ (sc. τέχνη) ростовщичество Plat., Arst.