ἀγχίπορος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγχίπορος:''' -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται [[πάντοτε]] κοντά, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀγχίπορος:''' -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται [[πάντοτε]] κοντά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγχίπορος:''' следующий по пятам, неотступный (κόλακες Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A passing near, always near, κόλακες AP10.64 (Agath.); simply, neighbouring, Nonn.D.5.38,al.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient auprès, qui accompagne.
Étymologie: ἄγχι, πόρος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que acompaña a todas partes κόλακες AP 10.64 (Agath.).
2 cercano, próximo ἀγχιπόροις δὲ ἔχραε Τεμμίκεσσι Nonn.D.5.38.
Greek Monotonic
ἀγχίπορος: -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται πάντοτε κοντά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίπορος: следующий по пятам, неотступный (κόλακες Anth.).