χρεμέτισμα: Difference between revisions
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
(46) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίσματος, το, ΝΑ [[χρεμετίζω]]<br />[[χλιμίντρισμα]]. | |mltxt=-ίσματος, το, ΝΑ [[χρεμετίζω]]<br />[[χλιμίντρισμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρεμέτισμα:''' ατος τό Anth. = [[χρεμετισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A neighing, whinnying, Iamb.Bab.p.50H. (pl.): metaph., χ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα AP5.244 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 1370] τό, das Gewieher; auch von Menschen, Macedon. (V, 245).
Greek (Liddell-Scott)
χρεμέτισμα: τό, τὸ χρεμετίζειν, «χλιμίντρισμα»· μεταφορ., χρ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα Ἀνθ. Π. 5. 245· - οὕτω, χρεμέτισις, εως, ἡ, Νικήτ. Χρον. 604. 9.
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΑ χρεμετίζω
χλιμίντρισμα.
Russian (Dvoretsky)
χρεμέτισμα: ατος τό Anth. = χρεμετισμός.