χλιδών: Difference between revisions

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
(46)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χλίδων]].
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χλίδων]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλῐδών:''' ῶνος ὁ украшение, драгоценность (τὰ ἔσοπτρα καὶ οἱ χλιδῶνες Plut.; χλιδῶνες λιθοκόλλητοι Diod.).
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1359] ῶνος, ὁ, Schmuck, Prunk, Hals-, Armod. Fußbänder, δαιδαλέοι δὲ χλιδῶνες ἄρ' ἀμφὶ βραχίοσιν ἦσαν Asius bei Ath. XII, 525.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
harnais somptueux.
Étymologie: χλιδή.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
βλ. χλίδων.

Russian (Dvoretsky)

χλῐδών: ῶνος ὁ украшение, драгоценность (τὰ ἔσοπτρα καὶ οἱ χλιδῶνες Plut.; χλιδῶνες λιθοκόλλητοι Diod.).