δερμηστής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δερμέστης]], ο (Α [[δερμηστής]] και δερμιστής)<br />Έντομο που τρώει το [[δέρμα]].
|mltxt=και [[δερμέστης]], ο (Α [[δερμηστής]] και δερμιστής)<br />Έντομο που τρώει το [[δέρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δερμηστής:''' ου ὁ [[ἔδω]] кожеед (насекомое, портящее меха и кожу) Soph., Lys.
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμηστής Medium diacritics: δερμηστής Low diacritics: δερμηστής Capitals: ΔΕΡΜΗΣΤΗΣ
Transliteration A: dermēstḗs Transliteration B: dermēstēs Transliteration C: dermistis Beta Code: dermhsth/s

English (LSJ)

(

   A -ιστής Hsch.), οῦ, ὁ, (δέρμα, ἔδω) worm which eats skin or leather, S.Fr.449, Lys.Fr.104S., Aristid.Mil.29; = ὄφις, Aristarch. ap.Harp.

German (Pape)

[Seite 549] ὁ (ἐσθίω), Pelzmotte, die Leder und Pelzwerk zernagt, Soph. fr. 397; Lys. bei Harpocr.; B. A. 240.

Greek (Liddell-Scott)

δερμηστής: -οῦ, ὁ, (δέρμα, ἐσθίω) σκώληξ τρώγων δέρμα, Σοφ. Ἀποσπ. 397, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ. (ἔνθα κακῶς δερμιστής), κτλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Grafía: graf. -μιστής Sud.
zool.
1 gorgojo de la piel gusano que roe la piel o el cuero, S.Fr.449, Lys.104S., Aristid.Milesiac.1.
2 n. de una serpiente Aristarch. en Harp.

Greek Monolingual

και δερμέστης, ο (Α δερμηστής και δερμιστής)
Έντομο που τρώει το δέρμα.

Russian (Dvoretsky)

δερμηστής: ου ὁ ἔδω кожеед (насекомое, портящее меха и кожу) Soph., Lys.