κατονίναμαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(20) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατονίναμαι]] (Α)<br />[[λαμβάνω]] [[ωφέλεια]] από [[κάτι]] («[[ὅπως]] [[σαυτῆς]] κατόναι', ἀντιβολῶ σε», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀνίναμαι</i> «ωφελούμαι»]. | |mltxt=[[κατονίναμαι]] (Α)<br />[[λαμβάνω]] [[ωφέλεια]] από [[κάτι]] («[[ὅπως]] [[σαυτῆς]] κατόναι', ἀντιβολῶ σε», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀνίναμαι</i> «ωφελούμαι»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατονίναμαι:''' (2 л. sing. aor. opt. κατόναιο) извлекать пользу, пользоваться (τινος Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A enjoy, in aor. 1, σαυτῆς κατόναιο Ar.Ec.917 (lyr.); τέκνων, σπορῶν, καρπῶν, οὐσίας κατόνασθαι SIG826C15 (Delph., ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
κατονίναμαι: μέσ., ἔχω, λαμβάνειν τὴν ἔκ τινος ὠφέλειαν, ἀπολαύω, «χαίρομαι», σαυτῆς κατόναιο, εἶδος ὅρκου, «νὰ χαρῇς τὴν ζωήν σου», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 917.
Greek Monolingual
κατονίναμαι (Α)
λαμβάνω ωφέλεια από κάτι («ὅπως σαυτῆς κατόναι', ἀντιβολῶ σε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀνίναμαι «ωφελούμαι»].
Russian (Dvoretsky)
κατονίναμαι: (2 л. sing. aor. opt. κατόναιο) извлекать пользу, пользоваться (τινος Arph.).