πλῆντο: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλῆντο:''' γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ μαζί του [[πίμπλημι]] και του [[πελάζω]].
|lsmtext='''πλῆντο:''' γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ μαζί του [[πίμπλημι]] και του [[πελάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλῆντο ep. indic. aor. med. 3 plur. van πίμπλημι.
}}
}}

Revision as of 13:44, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πλῆντο: γ΄ πληθ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. τοῦ τε πίμπλημι καὶ τοῦ πελάζω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de πίμπλημι.

English (Autenrieth)

see (1) πίμπλημι.—(2) πελάζω.

Greek Monotonic

πλῆντο: γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ μαζί του πίμπλημι και του πελάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλῆντο ep. indic. aor. med. 3 plur. van πίμπλημι.